- ἀντιβολῆσαι
- ἀντιβολέωmeetaor inf act
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
καύστειρα — καύστειρα, ἡ (Α) (θηλ. τού καυστήρ) 1. αυτή που καίει πολύ, καυστική, πολύ θερμή 2. μτφ. σφοδρή, οξεία («μάχης καυστείρης ἀντιβολῆσαι», Ομ. Ιλ.) … Dictionary of Greek
οδοιπόρος — ο (Α ὁδοιπόρος) 1. αυτός που διανύει πεζός μια απόσταση, αυτός που κάνει οδοιπορία 2. παροιμ. φρ. «ασθενής και οδοιπόρος αμαρτίαν ουκ έχει λέγεται για να δηλώσει ότι η παράβαση τών κανόνων τής νηστείας στους ασθενείς και στους οδοιπόρους… … Dictionary of Greek